Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφηγήμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφηγητής — ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) [αφηγούμαι] νεοελλ. αυτός που αφηγείται κάτι αρχ. ο οδηγός … Dictionary of Greek